παρώτιον

παρώτιον
παρώτιον, τό,
A part of the

κανθός 1

, Sch.Nic.Th.673.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παρώτιον — part of the neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρώτιον — τὸ, Α βλ. παρώτιος …   Dictionary of Greek

  • παρώτιος — ον, ΜΑ αυτός που βρίσκεται δίπλα στο αφτί 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παρώτιον το μέρος τού κανθού τού ματιού προς τα πλάγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ώτιος (< οὖς, ὠτός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”